- κροαίνω
- κροαίνω (Α)(μόνο μτχ. ενεστ.) κροαίνων, -ουσα, -αῑνον1. (για άλογο) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο έδαφος («θείη πεδίοιο κροαίνω», Ομ. Ιλ.)2. χτυπώ τη χορδή μουσικού οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. κρούω].
Dictionary of Greek. 2013.